διιδεῖν

English (LSJ)

v. διεῖδον.

Spanish (DGE)

v. διοράω.

Greek (Liddell-Scott)

διιδεῖν: ἴδε ἐν λ. διεῖδον.

Greek Monotonic

διιδεῖν: απαρ. του διεῖδον.