δικαιοκρίτης

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, righteous judge, LXX 2 Ma.12.41, PRyl.113.35 (ii A. D.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ juez justo, ponderado en lit. judeo-crist. de Dios ὁ δ. κύριος LXX 2Ma.12.41, cf. Orac.Sib.3.704, Hippol.Antichr.49, Gr.Nyss.Ep.16.4, de Cristo, Hippol.Consumm.47, como elogio en una petición al prefecto ἀξιῶ σε τὸν κύριον καὶ δικαι[ο] κρίτην ... PRyl.113.35 (II d.C.), de emperadores rom., Sibyll.Tib.101, gener. de pers. Heph.Astr.1.1.206.

German (Pape)

[Seite 626] ὁ, gerechter Richter, Or. Sib. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
juge équitable.
Étymologie: δίκαιος, κριτής.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιοκρίτης: -ου, ὁ, =δίκαιος κριτής, Ἑβδ. (Β Μακκ. ιβ΄, 41), Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 704, πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.

Greek Monolingual

ο (AM δικαιοκρίτης)
δίκαιος κριτής.