δικαιονόμος

English (LSJ)

δικαιονόμον, = juridicus, D.C.78.22.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ juez trad. de lat. iuridicus D.C.78.22.1.

German (Pape)

[Seite 626] ὁ, das Recht verwaltend, der Richter, D. Cass. 78, 22.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιονόμος: -ον, =δικαιοδότης, Δίων Κ. 78. 22.