δικοτυλήδονος

Greek Monolingual

-ο
βοτ.
1. αυτός που έχει δύο κοτυληδόνες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δικοτυλήδονα
αγγειόσπερμα τών οποίων το έμβρυο έχει δύο κοτυληδόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Θ. Ορφανίδη].