Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
διμηνιαίος
Greek Monolingual
-αία, -ο (Α διμηνιαῖος, -α, -ον) αυτός που διαρκεί δύο μήνες («διμηνιαία άδεια») νεοελλ. αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε δυο μήνες («διμηνιαίο περιοδικό») αρχ. ηλικίας δύο μηνών.