διοδευτός
Spanish (DGE)
-όν
transitable, abarcable, accesible fig. ὁ Θεὸς ... τὸ ἄβατον ἡμῖν δ. τῇ διαιρέσει τοῦ λόγου παρασκευάζει Origenes Io.6.46.
-όν
transitable, abarcable, accesible fig. ὁ Θεὸς ... τὸ ἄβατον ἡμῖν δ. τῇ διαιρέσει τοῦ λόγου παρασκευάζει Origenes Io.6.46.