διοξείδιο
Greek Monolingual
και (ορθότερον) διοξίδιο, το
χαρακτηρισμός που αναφέρεται στα όξινα οξείδια που το μόριο τους περιέχει δύο (2) άτομα οξυγόνου (π.χ. CO2, διοξείδιο του άνθρακα κ.ά.).
και (ορθότερον) διοξίδιο, το
χαρακτηρισμός που αναφέρεται στα όξινα οξείδια που το μόριο τους περιέχει δύο (2) άτομα οξυγόνου (π.χ. CO2, διοξείδιο του άνθρακα κ.ά.).