διπλήσιος

English (LSJ)

η, ον, Ion. for διπλάσιος.

Spanish (DGE)

v. διπλάσιος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. διπλάσιος.

Greek (Liddell-Scott)

διπλήσιος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ διπλάσιος.

Greek Monolingual

-α, -ον
βλ. διπλάσιος.

Greek Monotonic

διπλήσιος: Ιων. αντί διπλάσιος.

German (Pape)

ion. = διπλάσιος.