διπληγίς

English (LSJ)

-ίδος, ὁ, = διπλοΐς, Poll.7.47.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ manto o capa doble Poll.7.47.

Greek (Liddell-Scott)

διπληγίς: -ίδος, ὁ, = διπλοΐς, Πολυδ. Ζ΄, 47, χλαῖνα διπλῆ.

Greek Monolingual

διπληγίς, ο (Α)
η διπλοΐς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. για το διπλοΐς].

German (Pape)

ίδος, ἡ, = διπλοΐς, Poll. 7.47.