διπλοίζω

English (LSJ)

= διπλασιάζω (double), A.Ag.835; cf. ἐπιδιπλοίζω.

Spanish (DGE)

doblar, duplicar, ἄχθος A.A.835.

French (Bailly abrégé)

c. διπλοΐζω: doubler, mettre en double.

German (Pape)

auch διπλοίζω Aesch. Ag. 809, verdoppeln, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

διπλοίζω: διπλασιάζω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 835· πρβλ. ἐπιδιπλοίζω.

Greek Monotonic

διπλοίζω: = διπλασιάζω, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

= διπλασιάζω, Aesch.]