δισεξάδελφος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, ὁ, great-nephew, Sch.A.R.3.359.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ primo segundo Ar.Byz.Fr.262, Sch.A.R.3.359.

German (Pape)

[Seite 642] Schol. Ap. Rh. 3, 559, u. δισεξαδέλφη, ἡ, Kinder der ἐξάδελφοι.

Greek Monolingual

ο (θηλ. δισεξαδέλφη, η)
το παιδί του πρώτου εξαδέλφου, δεύτερος ξάδελφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + εξάδελφος].