δισκοβολέω

English (LSJ)

pitch the quoit, Gal.Thras.33, Hsch. s.v. δισκεύει: throw down like a quoit, Epigr.Gr.336 (Alexandria Troas).

Spanish (DGE)

1 lanzar el disco ἀκοντίζων καὶ τοξεύων καὶ δισκοβολῶν Gal.5.870, Hsch.s.u. δισκεύει.
2 lanzar con fuerza como se lanza un disco σφάξ<ε> με κἀφ' ὕψους δισκοβόλησε GVI 1098.6 (Tróade I/II d.C.).

German (Pape)

[Seite 642] den Diskus werfen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

δισκοβολέω: βάλλω, ῥίπτω τὸν δίσκον, Ἡσύχ.· ― ῥίπτω τι ὡς δίσκον. Συλλ. Ἐπιγρ. 3588. 6.