διυπηρετέω
Spanish (DGE)
servir, estar al servicio διυπηρέτουν καθαροὶ στρατηγοὶ ἄμφω Clem.Al.Ecl.6
•en v. med., Sch.E.Ph.1435 (ap. crít.).
servir, estar al servicio διυπηρέτουν καθαροὶ στρατηγοὶ ἄμφω Clem.Al.Ecl.6
•en v. med., Sch.E.Ph.1435 (ap. crít.).