διφθέρινος

English (LSJ)

η, ον, of tanned leather, σχεδίαι X.An.2.4.28; πλοῖα Str. 3.3.7.

Spanish (DGE)

-η, -ον
de piel curtida σχεδίαι X.An.2.4.28, πλοῖα Str.3.3.7.

German (Pape)

[Seite 645] von Fellen, ledern; σχεδίαι Xen. An. 2, 4, 28; πλοῖα Strab. 3, 3, 7.

French (Bailly abrégé)

η, ου;
de peau, de cuir.
Étymologie: διφθέρα.

Russian (Dvoretsky)

διφθέρινος: сделанный из кож или шкур, кожаный (σχεδίαι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

διφθέρινος: -η, -ον, ἐκ κατειργασμένου δέρματος κατεσκευασμένος, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 28, Στράβων 155.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διφθέρινος, -η, -ον)
ο κατασκευασμένος από διφθέρα, δερμάτινος.

Greek Monotonic

διφθέρινος: -η, -ον, κατασκευασμένος από κατεργασμένο δέρμα, σε Ξεν.

Middle Liddell

διφθέρινος, η, ον adj [from διφθέρα
of tanned leather, Xen.

English (Woodhouse)

of dressed leather