διφυΐα

English (LSJ)

ἡ, bipartition, τῶν κώλων Arist.PA668b22.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
división natural τῶν κώλων de los miembros del cuerpo, Arist.PA 668b22, Elias in Porph.26.30, 33.

German (Pape)

ἡ, zwiefache, Doppelnatur, Sp. – Spaltung, Teilung, Arist. part.anim. 3.5.

Russian (Dvoretsky)

διφυΐα:раздвоение, двойственность, парность (τῶν κώλων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐφυΐα: ἡ, διμέρεια, τῶν κώλων Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 5, 17.

Greek Monolingual

διφυΐα, η (Α)
ιδιότητα του διφυούς, διμέρεια.