διχαστήρ
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
incisivo ὀδόντες Poll.2.91, οἱ ἔμπροσθεν ὀδόντες διχαστῆρες οἱ καὶ τομεῖς Anecd.Erm.287.
Greek Monolingual
διχαστήρ, ο (Α) διχάζω
φρ. «διχαστῆρες ὀδόντες» — οι κοπτήρες.
-ῆρος, ὁ
incisivo ὀδόντες Poll.2.91, οἱ ἔμπροσθεν ὀδόντες διχαστῆρες οἱ καὶ τομεῖς Anecd.Erm.287.
διχαστήρ, ο (Α) διχάζω
φρ. «διχαστῆρες ὀδόντες» — οι κοπτήρες.