διχόνους

English (LSJ)

-ουν, contr. for διχόνοος.

Spanish (DGE)

-ουν
1 falso, insincero τοὺς διχόνους καὶ δολεροὺς ... ὀνομάζειν ... ἀνελευθέρους Ph.2.469, cf. 269
contradictorio δ. γὰρ καὶ ἐπαμφοτεριστὴς ὁ ἄφρων Ph.Fr.Gen.2.12, cf. Gloss.2.279.
2 adv. -ως en discordia, en desacuerdo εἴ τις δ. διατεθῇ κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Ephr.Syr.2.243C.

French (Bailly abrégé)

v. διχόνοος.

German (Pape)

zusammengezogen aus διχόνοος.