διόπτευσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, examination with the διόπτρα, Ptol.Alm.5.1, al.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
observación mediante un instrumento de precisión ὅπως ἅμα τῇ τοῦ ἡλίου ... διοπτεύσει καὶ ἡ σελήνη ... διοπτεύηται Ptol.Alm.5.1, cf. Heph.Astr.2.2.2.

Greek (Liddell-Scott)

διόπτευσις: -εως, ἡ, ἀκριβὴς παρατήρησις, Πτολεμ. Almag. σ. 109, 6.