διόρυξις
English (LSJ)
-εως, ἡ, digging through, Sch.Theoc.1.67.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
excavación de un canal τὴν διόρυξιν ... δι' ἧς ὁ Πηνειὸς ... ῥεῖ Sch.Theoc.1.67a, ἡ τοῦ Ἄθω δ., ἵν' ἡ θάλασσα εἰσρυεῖσα πλωτὸν ἀπεργάσαιτο τὸν ἰσθμὸν τοῖς Ξέρξου σκάφεσι Sch.Luc.Rh.Pr.18.
German (Pape)
[Seite 635] ἡ, das Durchgraben, Schol. Theocr. 1, 67.