διόστεος
English (LSJ)
διόστεον, double-boned, Arist.HA494a5.
Spanish (DGE)
-ον
que consta de dos huesos κνήμη Arist.HA 494a5.
German (Pape)
[Seite 639] zweiknochig, Arist. H. A. 1, 15.
Greek Monolingual
διόστεος, -ον (Α)
(για μέλη του σώματος) αυτός που έχει δύο οστά.
Russian (Dvoretsky)
διόστεος: состоящий из двух костей (sc. κνήμη Arst.).