διόψομαι

English (LSJ)

v. διοράω.

Spanish (DGE)

v. διοράω.

French (Bailly abrégé)

f. de διοράω.

Russian (Dvoretsky)

διόψομαι: fut. к διοράω.

Greek (Liddell-Scott)

διόψομαι: ἴδε ἐν λ. διοράω.

Greek Monotonic

διόψομαι: μέλ. του διοράω.