δογματιστής
German (Pape)
[Seite 651] ὁ, der einen Lehrsatz aufstellt, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δογματιστής: -οῦ, ὁ, ὁ πιστεύων, ὑποστηρίζων δόγματα, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 el que sienta los principios básicos, fundador de una doctrina Hippol.Haer.10.6, de Cristo, Isid.Pel.Ep.M.78.196A
•de los teólogos que hace doctrina, que establece dogmas Gr.Nyss.Eun.1.394, Gr.Naz.M.36.244C, cf. Gr.Nyss.Eun.1.518.
2 sent. peyor., entre los maniqueos doctrinario, sectario λυτρώσασθαι ἐκ τῆς τῶν δογματιστῶν πλάνης librarme del error de los sectarios Manes 19.13.
Greek Monolingual
ο (AM δογματιστής) δογματίζω
1. οπαδός και υπερασπιστής τών δογμάτων της πίστεως (ιδίως της χριστιανικής)
2. αυτός που πιστεύει, υποστηρίζει δόγματα, διδάσκει με δόγματα
νεοελλ.
1. οπαδός της θεωρίας του δογματισμού
2. αυτός που μιλά δογματικά, αυθαίρετα.