δογματοφύλαξ

Greek Monolingual

ο
φύλακας, τηρητής τών εκκλησιαστικών δογμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δόγμα (-ατος) + φύλαξ. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Γρηγόριο Δέρκων].