δοκίτης

English (LSJ)

δοκίτου, ὁ, = δοκός ΙΙ, Suid.

German (Pape)

[Seite 654] ὁ, = δοκός 2); Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δοκίτης: -ου, ὁ, ἴδε δοκὸς ΙΙ.