δολερία

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falsedad πυρρὸν δὲ σῶμα ... δολερίαν καὶ πολυτροπίαν τοῦ ἀνδρὸς κατηγορεῖ Polem.Phgn.6, cf. Adam.Epit.Matr.21.