δολιχάορος

English (LSJ)

[ᾱ], ον, with long sword, Ἀθηναίη Philet.23.

Spanish (DGE)

(δολῐχάορος) -ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
de larga lanza epít. de Atena Phoronis 6, Philet.SHell.674, Apollod.(?) en POxy.2260.1.15, cf. Euph.38C.22.

German (Pape)

[Seite 654] mit langem Schwerte; Ἀθηναίη Philet. bei Schol. Il. 14, 385. 21, 179.

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχάορος: -ον, μακρὸν ἔχων ξίφος, Ἀθηναίη Φιλητ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Ξ. 385.

Greek Monolingual

δολιχάορος, -ον (Α)
αυτός που κρατά μακρύ ξίφος.