δολιχήπους
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος, with long feet, Numen. ap. Ath.7.305a.
Spanish (DGE)
(δολῐχήπους) -ουν de largas patas ἕρπηλαι Numen.Her.SHell.584.4.
German (Pape)
[Seite 654] ουν, ποδος, langfüßig, Numen. bei Ath. VII, 305 a.
Greek (Liddell-Scott)
δολῐχήπους: ὁ, ἡ, μακροὺς ἔχων πόδας, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 305Α.