δολιχούατος

English (LSJ)

δολιχούατον, (οὖας) long-eared, Opp.C.3.186.

Spanish (DGE)

(δολῐχούᾰτος) -ον de largas orejas el onagro, Opp.C.3.186.

German (Pape)

[Seite 655] langohrig, Opp. Cyn. 3, 186.

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχούατος: -ον, (οὖας) μακρὰ ὦτα ἔχων, Ὀππ. Κ. 3. 186.

Greek Monolingual

δολιχούατος, -ον (Α)
με μακριά αφτιά.