δολορραφέω

English (LSJ)

lay snares, Ctes.Fr.29.4.

Spanish (DGE)

tender una trampa δολορραφοῦντος Κροίσου Ctes.9.4, κατ' αὐτῶν Tz.Comm.Ar.3.845.13.

Greek (Liddell-Scott)

δολορρᾰφέω: συρράπτω, μηχανῶμαι δόλους, Κτησ. παρὰ Φωτ.

German (Pape)

Listen, Ränke anzetteln, Ctes. bei Phot.