δορατοξόος

English (LSJ)

δορατοξόον, = δορυξόος, τέκτων Nic.Th.170.

Spanish (DGE)

(δορᾰτοξόος) -ον que hace lanzas τέκτων Nic.Th.170.

German (Pape)

[Seite 658] = δορυξόος, Nic. Th. 170.

Greek (Liddell-Scott)

δορᾰτοξόος: -ον, = δορυξόος, Νίκ. Θ. 170.

Greek Monolingual

δορατοξόος, ο (Α)
ο δορυξόος.