= περιβλέπω, Hsch. δόρκαι· κονίδες, Id.
curiosear, mirar de un lado a otro (ὁ πῶλος) σκιρτῶν ... δορκαζέτω Hippiatr.Cant.93.17, cf. Hsch.
[Seite 658] = δέρκομαι, Hesych. περιβλέπειν.
δορκάζω: δέρκομαι, Ἡσύχ.