δουλάριον

English (LSJ)

τό, Dim. of δούλη, Ar.Th.537, Metag.19, etc.; not used of male slaves, acc. to Luc.Lex.25, but cf. Arr.Epict.2.21.11.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): -ιν PMich.202.28 (II d.C.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
dim. de δοῦλος esclavillo, esclavo joven, gener. ref. a mujeres esclava jovencita Ar.Th.537, τίς οὐκ οἶδεν ὅτι ... δουλάρια ... τὰ θήλεα καλοῦσιν; Luc.Lex.25, cf. Hdn.Philet.283, de sexo indeterminado, Metag.20, PMich.l.c., Luc.Lex.25, Callinic.Mon.V.Hyp.38.3, SB 10554.6 (VI d.C.), tb. ref. muchachos, Arr.Epict.2.21.11, δ. [ἄρρε] νον PSAAthen.20.35 (II d.C.)
despect. Vit.Aesop.G 140.

German (Pape)

[Seite 660] τό, dim. von δοαλη, wie Luc. Lexiph. 25 ausdrücklich bemerkt ist; Ar. Thesm. 537; Metag. bei Poll. 3, 76.

French (Bailly abrégé)

ον (τό) :
dim. de δούλος.

Russian (Dvoretsky)

δουλάριον: (ᾰ) τό девочка-рабыня, служаночка Arph.

Greek (Liddell-Scott)

δουλάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ δούλη, Ἀριστοφ. Θεσμ. 537, Μεταγ. ἐν Ἀδήλ. 3, κτλ.· οὐχὶ ἐν χρήσει ἐπὶ ἀρρένων δούλων, καθ’ ἃ λέγει ὁ Λουκ. Λεξιφ. 25, ἂν καὶ παρὰ μεταγεν. ὁ κανὼν οὗτος δὲν ἐτηρεῖτο, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 21, 11, κτλ.

Greek Monolingual

δουλάριον, το (Α)
δουλάκι.