δουλοποιέω
English (LSJ)
enslave, Herm. ap. Stob.1.49.45.
Spanish (DGE)
esclavizar τὸ ... ὑπερέχον καὶ βασιλικὸν δουλοποιεῖ τὸ ὑπερεχόμενον Corp.Herm.Fr.24.7, cf. Heph.Astr.Epit.4.81.64, Sch.A.Th.254f.
enslave, Herm. ap. Stob.1.49.45.
esclavizar τὸ ... ὑπερέχον καὶ βασιλικὸν δουλοποιεῖ τὸ ὑπερεχόμενον Corp.Herm.Fr.24.7, cf. Heph.Astr.Epit.4.81.64, Sch.A.Th.254f.