δουριμανής

English (LSJ)

Ionic for δοριμανής.

Spanish (DGE)

(δορῐμᾰνής) -ές
• Alolema(s): δουριμανής AP 9.485 (Hld.)
enloquecido por la lanza, Ἑλλάς E.Supp.485, Ἀχιλλεύς AP l.c., cf. δουρομανής.