δράγα
Greek Monolingual
και δράγγα και ντράγγα, η
1. βυθοκόρος
2. γαγγάμη, στρειδολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. drague < (αγγ.) drag «σέρνω»].
και δράγγα και ντράγγα, η
1. βυθοκόρος
2. γαγγάμη, στρειδολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. drague < (αγγ.) drag «σέρνω»].