δραγματολόγος
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ agavillador Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
δραγμᾰτολόγος: -ον, σταχυολόγος, Ἡσύχ.
German (Pape)
Ähren lesend, Hesych.
-ου, ὁ agavillador Hsch.
δραγμᾰτολόγος: -ον, σταχυολόγος, Ἡσύχ.
Ähren lesend, Hesych.