δρακεῖν

German (Pape)

[Seite 664] aor. II. zu δέρκομαι.

French (Bailly abrégé)

v. δέρκομαι.

Greek Monotonic

δρᾰκεῖν: δρακῆναι, απαρ. Ενεργ. και Παθ. αορ. βʹ του δέρκομαι· δράκον, Επικ. αόρ. βʹ του Ενεργ. τύπου.