δρακοντίασις

English (LSJ)

-εως, ἡ, guinea-worm disease, Gal.14.790.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ medic. enfermedad de la piel Gal.14.780.

Greek (Liddell-Scott)

δρακοντίασις: -εως, ἡ, ἀσθένεια, Γαλην. 2, 392· πρβλ. ἐλεφαντίασις.