δρακοντοκόμος

English (LSJ)

ον, with snaky locks, Nonn. D. 1.18, 47.552.

Spanish (DGE)

(δρᾰκοντοκόμος) -ον
de cabellos de serpiente δρακοντοκόμων ... φῦλα Γιγάντων Nonn.D.1.18, de Medusa, Nonn.D.47.552, Λυαίου ... δρακοντοκόμων ὀφιώδεα δεσμὰ κομάων Nonn.D.25.221.

German (Pape)

schlangenhaarig, Giganten, Nonn. D. 1.18; Medusa, 47.552.