δρακοντόπους
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος, snake-footed, with serpents for feet, Tz. ad Lyc.63, EM371.46.
Spanish (DGE)
-ουν
I de pies o piernas como serpientes de Erictonio, Sch.Pl.Ti.23e, cf. Hom.Clem.8.15.1, Pisander Lar.5, Tz.ad Lyc.63.
II subst. ὁ δ.
1 ser con piernas de serpiente τοὺς κενταύρους ἢ τοὺς δρακοντόποδας πλάττουσιν Gr.Nyss.Perf.179.21, de los gigantes οἱ δρακοντόποδες ὑμῶν Gr.Naz.M.35.653A, cf. Chrys.M.62.348.
2 pie del Dragón n. de la Osa Mayor (porque está colocada junto al extremo de la cola de la constelación del Dragón) T.Sal.5.4.
German (Pape)
[Seite 664] πουν, οδος, drachen-, schlangenfüßig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκοντόπους: ὁ, ἡ, ἔχων πόδας ὁμοίους πρὸς δράκοντας ἢ ὄφεις, Γίγαντες Τζέτζ. Λυκ. 63· Ἐριχθόνιος Μ. Ε.
Greek Monolingual
δρακοντόπους, ο, η (Μ)
με πόδια όμοια με δράκοντες.