δραπέτις

English (LSJ)

-ιδος, ἡ, fem. of δραπέτης.

Spanish (DGE)

(δρᾱπέτις) -ιδος
• Morfología: [ac. sg. δραπέτιν Luc.Asin.25]
1 propio de un fugitivo στέγη ref. la madriguera de una liebre, S.Fr.174
fig. fugaz δόξαι Olymp.in Grg.9.1.
2 subst. ἡ δραπέτις fugitiva τί ποιοῦμεν ... τὴν δραπέτιν Luc.l.c., de una abeja AP 12.249 (Strat.), αἱ Δραπέτιδες = Las fugitivas tít. de una comedia de Cratino, Ath.501d, 344e.

German (Pape)

[Seite 665] ιδος, ἡ, fem. zu δραπέτης; Mel. 55 (XII, 80); αἱ δραπέτιδες, Titel einer Komödie des Kratinus, Suid.

Russian (Dvoretsky)

δρᾱπέτις: ιδος Soph., Anth. f к δραπέτης I и II.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾱπέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ δραπέτης, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

δρᾱπέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. του δραπέτης, σε Ανθ.