δρησμός

English (LSJ)

Ionic for δρασμός.

Spanish (DGE)

v. δρασμός.

German (Pape)

[Seite 667] ὁ, ion. = δρασμός, Her.

French (Bailly abrégé)

ion. c. δρασμός.

Russian (Dvoretsky)

δρησμός: ион. = δρασμός.