δρομάδην

English (LSJ)

[ᾰ], Adv., (δρόμος) in running, Hsch.

Spanish (DGE)

adv. corriendo, a la carrera δ. ... πάντες πρὸ τῶν πυλῶν ... ἐχώρουν Eus.MP 4.15.

German (Pape)

[Seite 667] im Lauf, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

δρομάδην: ἐπίρρ., (δρόμος) «τρεχᾶτα», δρομαίως, Ἡσύχ.