δροσοείμων

English (LSJ)

δροσοείμον, gen. ονος, dew-clad, νεφέλαι Orph.H. 21.6, 51.6.

Spanish (DGE)

-ον
vestido de rocío, cubierto de rocío νεφέλαι Orph.H.21.6, Νύμφαι Orph.H.51.6.

German (Pape)

[Seite 668] ονος, thaubekleidet; νεφέλαι, Orph. H. 20, 6; νύμφαι, 50, 6.

Greek (Liddell-Scott)

δροσοείμων: -ον, δρόσον ἐνδεδυμένος, νεφέλαι Ὀρφ. Ὕμν. 20. 6., 50. 6.