δρυΐτης

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, in Thphr. CP 1.2.2, said to be a kind of
A cypress.
II δ. λίθος a precious stone, Plin.37.188.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
1 bot., una variedad de ciprés en Creta, prob. ciprés silvestre, Cupressus semperuirens L., var. horizontalis (Miller) Voss, Thphr.CP 1.2.2.
2 un tipo de piedra preciosa Plin.HN 37.188.

German (Pape)

[Seite 668] λίθος, ὁ, eine Steinart, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δρυΐτης: -ου, ὁ, παρὰ Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 2, 2, λέγεται ὅτι εἶνε εἶδος κυπαρίσσου. ΙΙ. δρ. λίθος, πολύτιμός τις λίθος, πρβλ. Πλίν. 37. 11.