δρυμάζω

English (LSJ)

or δρυμάσσω, = δρύπτω; fut. δρυμάξω Com.Adesp.986.

Greek (Liddell-Scott)

δρυμάζω: ἢ -σσω, = δρύπτω· μέλλ. δρυμάξω, Κωμικ. ἐν Meineke 5. 123.