δρυμόνιος

English (LSJ)

α, ον, haunting the woods, epithet of Artemis, Orph.H. 36.12.

Spanish (DGE)

(δρῡμόνιος) -α, -ον de los bosques epít. de Ártemis, Orph.H.36.12.

Greek (Liddell-Scott)

δρῡμόνιος: -α, -ον, ὁ διατρίβων εἰς τὰ δάση, Ὀρφ. Ὕμν. 35. 12.

Greek Monolingual

δρυμόνιος, -α, -ον (Α)
αυτός που ζει στα δάση.