δρυοτομικὴ

Greek (Liddell-Scott)

δρυοτομικὴ: (ἐνν. τέχνη), ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ξυλοκόπου, τοῦ ξυλοσχίστου, Πλάτ. Πολιτ. 288D.