δρυφακτόω

English (LSJ)

fence, fortify, Plb.8.4.4.

Spanish (DGE)

dotar de barandilla o parapeto ταύτης (ἀποβάσεως) ἑκατέραν τὴν πλευρὰν δρυφακτώσαντες habiendo puesto un parapeto a ambos lados de la escala de abordaje Plb.8.4.4.

German (Pape)

[Seite 670] einzäunen, Pol. 8, 6, 4.

Greek (Liddell-Scott)

δρυφακτόω: περιφράττω, περικλείω, Πολύβ. 8. 6, 4.

Russian (Dvoretsky)

δρῠφακτόω: снабжать перегородкой или перилами (ἑκατέραν τὴν πλευράν Polyb.).