δρωτσίλα
Greek Monolingual
η
εξανθήματα του δέρματος που προκαλούνται από τον ιδρώτα στις καλοκαιρινές ζέστες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρωτίλα < (αρχ. μτγν.) ιδρωτίς + (κατάλ.) -ίλα].
η
εξανθήματα του δέρματος που προκαλούνται από τον ιδρώτα στις καλοκαιρινές ζέστες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρωτίλα < (αρχ. μτγν.) ιδρωτίς + (κατάλ.) -ίλα].